εὔκραιρον — εὔκραιρος with fine horns masc acc sg εὔκραιρος with fine horns neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκραίροις — εὔκραιρος with fine horns masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκραίρῳ — εὔκραιρος with fine horns masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκραίρης — εὐκραίρης, ητος, ὁ, ἡ (Α) μτγν τ. τού εύκραιρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. σε ης τού εύκραιρος*] … Dictionary of Greek
βοόκραιρος — βοόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + κραιρος < κραίρα «κέρατο» (πρβλ. εύκραιρος)] … Dictionary of Greek
δίκραιρος — δίκραιρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει δύο κέρατα 2. ο σχισμένος στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + κραιρος < κραιρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. εύκραιρος, τανύκραιρος)] … Dictionary of Greek
κραίρα — κραῑρα, ἡ (Α) (κατὰ τὸν Ησύχ.) 1. κορυφή, κεφαλή 2. ακροστόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ κραιρα, ὀρθό κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < *κρᾱ ρή, *κρᾱσ ρ +… … Dictionary of Greek
ἐυκραίροιο — ἐϋκραίροιο , εὔκραιρος with fine horns masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκραίροις — ἐϋκραίροις , εὔκραιρος with fine horns masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκραίρου — ἐϋκραίρου , εὔκραιρος with fine horns masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)